- προσώπιον
- προσώπ-ιον, τό,= προσωπεῖον, IG7.303.68 (Oropus, iii B.C.).II = ἄρκιον, Dsc. 4.106: also fem. [full] προσωπίς, ίδος, ibid.; [full] προσωπιάς, Id.Eup.2.119 (s.v.l.); [full] προσωπῖτις, Gp.5.48.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.